ἄϊκλον

ἄϊκλον
αἶκλον (ἄϊκλον)
Grammatical information: n.
Meaning: `evening meal of the Spartans' (Epich.).
Other forms: \<συν\>αιγλία = συναικλία; λυκαιχλίας· ὁ λυκόβρωτος (-βροτος codd.)
Derivatives: ἀναίκλεια ἄδειπνα H. Also αἶκνον δεῖπνον H., Suid.; ἐπάϊκλα Pl.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 139 points to εἶκλον δεῖπνον H. and εἰκλεῖ δειπνεῖ H. and compares ἰκνείαν τροφεῖα H. and ἰκνεῖος τροφεύς. `Ρόδιοι H. and rightly concludes to a substr. word, which may be formulated (ἀ-)Ϝικλ\/ν- (not ἐ-Ϝικ- as there was no (prothetic) vowel ε); for the proth. vowels cf. ἀέροπ- \/ μέροπ- (the change between λ and ν may be secondary). (Comparison with αἰκάζει καλεῖ H. or αἰκάλλω is completely in the air.).
Page in Frisk: 1,39

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • СИССИТИИ —    • Συσσίτια,          общие обеды у дорян, называвшиеся у спартанцев φειδίτια, вероятно, от господствовавшей в них бережливости, умеренности и простоты, по объяснению же других, φειδίτια = Fιδίτια, следовательно, заседания (от ίζω). Этот обычай …   Реальный словарь классических древностей

  • свёкла — A сущ см. Приложение II свёклы мн. свёклы свёкол Как спелый помидор со свёклой, хозяева соседних гряд, румяный Фёдор с белой Фёклой на лавке рядышком сидят. Л. Н. Василь …   Словарь ударений русского языка

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] …   Dictionary of Greek

  • κλόνις — κλόνις, ιος, ἡ (Α) 1. το ιερό οστό 2. η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klou ni «ισχίο, γλουτός» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. śroni, το αβεστ. sraoniš, το λατ. clunis, το ιρλδ. cluain και το λιθουαν. šlaunis. Πρόβλημα, ωστόσο, παρουσιάζει ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”